προγυμνάζει

προγυμνάζει
προγυμνάζω
exercise
pres ind mp 2nd sg
προγυμνάζω
exercise
pres ind act 3rd sg
προγυμνάζω
exercise
pres ind mp 2nd sg
προγυμνάζω
exercise
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προγυμναστής — ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν [προγυμνάζω] αυτός που προγυμνάζει κάποιον νεοελλ. εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις αρχ. δούλος που γυμνάζεται μαζί με τον κύριο του …   Dictionary of Greek

  • προγυμναστής — ο θηλ. στρια 1. αυτός που προγυμνάζει άλλους, ο προπονητής. 2. δάσκαλος που παραδίνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπονητής — ο αυτός που προγυμνάζει, προπονεί τους αθλητές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”